γιγαντόσωμος
From LSJ
τίς ἐς σὸν κρᾶτ' ἐπύκτευσεν → who hit you with the fist on the head, who has been pummeling your head
Greek (Liddell-Scott)
γῐγαντόσωμος: -ον, ὁ ἔχων Γίγαντος σῶμα, Μανασσ. Χρον. 127.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ γιγαντόσωμος, -ον)
αυτός που έχει σώμα γίγαντα, ο υπερβολικά μεγαλόσωμος.