γκάγκαρο

Greek Monolingual

το
βαρύ ξύλο κρεμασμένο με σχοινί πίσω από την αυλόθυρα, ώστε να την κλείνει αυτόματα με το βάρος του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. ganghero].