γκουβερνάντα

Greek Monolingual

και κουβερνάντα, η
ιδιωτική παιδαγωγός που αναλαμβάνει την ανατροφή μικρών παιδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. gouvernante, θηλ. του gouvernant < gouverner < λατ. guvernare «κυβερνώ, διοικώ»].