διοικώ

From LSJ

Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich

Menander, Monostichoi, 472

Greek Monolingual

(AM διοικῶ, -έω) οικώ
1. ρυθμίζω, διευθετώ, διαχειρίζομαι
2. επαρκώ, φτάνω
αρχ.-μσν.
είμαι επίτροπος
μσν.
1. μέσ. κυβερνιέμαι, κανονίζω τη ζωή μου, περνώ τον καιρό μου
2. (για φατρίες του Ιπποδρόμου) ενεργώ ως διευθυντής, ως υπεύθυνος
αρχ.
1. διατηρώ, συντηρώ οίκο, σπίτι
2. ρυθμίζω ως αντιπρόσωπος
3. μέσ. κυβερνώ σύμφωνα με τη θέληση και τις επιθυμίες μου
4. προνοώ, προμηθεύω, εξοικονομώ
5. (για κόρη) τακτοποιώ, αποκαθιστώ
6. εκμισθώνω αγρό, καλλιεργώ
7. (για τροφή) χωνεύω
8. κατατάσσω την ύλη του λόγου
9. κατοικώ χωριστά
10. τρέφω, συντηρώ
11. καταγράφω σε λογιστικά βιβλία
12. φρ. «διοικῶ πρός τινα» — έρχομαι σε συνεννόηση, σε συμφωνία με κάποιον.