Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
γκρίζος
Greek Monolingual
-α, -ο 1.σταχτής («γκρίζα ρούχα ή μαλλιά») 2.το ουδ. εν. ως ουσ.το γκρίζο το γκριχρώμα 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα γκρίζα τα γκρι ρούχα. [ΕΤΥΜΟΛ.<ιταλ.grigio].