γκρίζος

Greek Monolingual

-α, -ο
1. σταχτής («γκρίζα ρούχα ή μαλλιά»)
2. το ουδ. εν. ως ουσ. το γκρίζο
το γκρι χρώμα
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα γκρίζα
τα γκρι ρούχα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. grigio].