γκρι

From LSJ

ἀμβλύς εἰμι καὶ κατηρτυκὼς κακῶν → I'm jaded and with much experience of evils

Source

Greek Monolingual

1. το χρώμα της στάχτης
2. επίθ. φαιός, γκρίζος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. gris].