γκρι

From LSJ

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66

Greek Monolingual

1. το χρώμα της στάχτης
2. επίθ. φαιός, γκρίζος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. gris].