γλαμώδης

English (LSJ)

γλαμῶδες, = γλαμυρός (bleary-eyed, blear-eyed), EM232.44.

Spanish (DGE)

-ες legañoso glos. a γλαμυρός Hsch., cf. EM 232.44G.

Greek (Liddell-Scott)

γλαμώδης: -ες, (εἶδος) = τῷ προηγ., Ε. Μ. 232. 42.

Greek Monolingual

γλαμώδης, -ες (Α)
ο γλαμυρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τών γλαμυρός, γλάμων σε -ώδης].

German (Pape)

ες, triefäugig, EM. 232.45.