γλαμυρός
English (LSJ)
ά, όν,
A bleary-eyed, blear-eyed, ὁφθαλμοί Hp.Mul.2.116,119; prov., ἐν τυφλῶν πόλει γλαμυρὸς βασιλεύει = in the land of the blind, the one-eyed man is king, Sch.Il.24.192.
II of birds, perhaps = λαμυρός, S.Fr.396 (but ἐνυγροβίους EM232.44). (With γλαμάω, γλάμυξος (<γλαμο-μ.), γλαμυρός, γλαμώδης, cf. Lett. glums 'mucus', glumt 'become viscous', Engl. clammy.)
Spanish (DGE)
-ά, -όν
1 medic. lleno de secreción acuosa, legañoso, que tiene rija ὀφθαλμοί Hp.Mul.2.116, 119, cf. Hp. en Gal.19.91, Hsch., Sch.Er.Il.24.192
•de ahí en el prov. ἐν τυφλῶν πόλει γλαμυρὸς βασιλεύει = en la ciudad de los ciegos un pitañoso es rey Sch.Er.Il.24.192.
2 sent. dud. voraz dicho de unos pájaros τοὺς γλαμυροὺς κατὰ φορβάν S.Fr.396
•aunque quizá acuático según glos. a γλαμυρούς EM 232.45G.
Greek (Liddell-Scott)
γλᾰμῠρός: -ά, -όν, (ἴδε ἐν λ. λήμη) λημώδης, τσιμπλιάρης, τζιμπλιάρης, Λατ. gramiosus, Ἱππ. 641. 11· ὡσαύτως, ὀφθαλμοὶ γλ. ὁ αὐτ. 642. 50· ἐν τυφλῶν πόλεϊ γλ. βασιλεύει Παροιμ. παρὰ τῷ Σχολ. Ἰλ. Ω. 192.
Greek Monolingual
γλαμυρός, -ά, -όν (Α)
τσιμπλιάρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος διαλεκτικός τ. του γλάμων σε -υρός (πρβλ. γλαφυρός, λιγυρός, φλεγυρός κ.ά.)].
German (Pape)
triefäugig, Hippocr.; Schol. Il. 24.192.