ὁ, = γλαυκωπός.
-ου, ὁ de ojos brillantes formación masc. creada artificialmente sobre γλαυκῶπις Eust.1389.2, EM 545.55G.
γλαυκώπης, ο (Μ)ο γλαυκωπός.[ΕΤΥΜΟΛ. < γλαυκός + -ώπης < ωψ, ωπός «μάτι, πρόσωπο» (πρβλ. βλοσυρώπης, βοώπης κ.ά.)].