γλευκαγωγός

English (LSJ)

γλευκαγωγόν, for carrying new wine, βύρσα Pherecr.16.

Spanish (DGE)

(γλευκᾰγωγός) -όν que sirve para transportar mosto βύρσα Pherecr.17.

Greek Monolingual

ο (Α γλευκαγωγός, -όν)
κατάλληλος για μεταφορά γλεύκους.

German (Pape)

Most führend, βύρσα Pherecr. bei Poll. 7.193.