γλυκύκρεως

Greek (Liddell-Scott)

γλῠκύκρεως: -ων, γλυκὺ ἔχων κρέας, Σώφρων παρ’ Ἀθην. 86E (διάφ. γραφ. -κρεος). Ἴδε καὶ Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 183.

German (Pape)

ων, süßfleischig, γλυκύκρεον Sophron bei Ath. III.86e.