γλυκύνους

English (LSJ)

γλυκύνουν, gen. ου, = γλυκύθυμος, Polem.Phgn.22.

Spanish (DGE)

-ουν
de carácter dulce, afable, ἀνήρ Polem.Phgn.22 (p.340.11), δάμαρ SEG 33.1110.8 (Paflagonia III d.C.).

Greek (Liddell-Scott)

γλῠκύνους: ουν, γεν. ου, = γλυκύθυμος, Πολέμ. Φυσιογν. 1. 6.

Greek Monolingual

γλυκύνους, -ουν (Α)
ο γλυκύθυμος.

German (Pape)

γλυκύθυμος, Polem. Physiogn. 1.6.