γλυφεύς

English (LSJ)

-έως, ὁ, carver, J.AJ8.5.2, IG5(1).209 (Sparta); σφρηγίδων Man.6.344 (pl.).

Spanish (DGE)

(γλῠφεύς) -έως, ὁ
grabador σφρηγίδων γλυφέας τεύχει Man.6.344, cf. I.AI 8.136, IG 5(1).209.18 (Esparta I a.C.), Sch.Er.Il.24.281a.

Greek (Liddell-Scott)

γλῠφεύς: έως, ὁ, γλύπτης, Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ι. 8. 5, 2, Σχολ. εἰς Ἰλ.

Greek Monolingual

γλυφεύς, ο (Α) γλυφή
ο γλύπτης ή ο χαράκτης.

German (Pape)

ὁ, = γλύπτης, Schol. Il. 24.281; Man. 6.844; Jos.