γλυφός

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που έχει υφάλμυρη γεύση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < βλυχός, με τροπή του β- σε γ- και ανομοιωτική τροπή του -χ- σε -φ-].