γλωσσομαθής

Greek Monolingual

-ές
αυτός που μιλάει ξένες γλώσσες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γλώσσα + -μαθής < μανθάνω. Η λ. μαρτυρείται στον Κ. Ασώπιο].