γλωσσοπλάστης

Greek Monolingual

ο
αυτός που δημιουργεί και χρησιμοποιεί νέες λέξεις και φράσεις στον προφορικό ή τον γραπτό λόγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γλώσσα + -πλαστης < πλάσσω. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στον Διονύσ. Θερειανό].