γλωσσοπύρσευτος: -ον, ὁ ἔχων εἶδος πεπυρσευμένων γλωσσῶν, Ἰω. Δαμ. 1, 680.
γλωσσοπύρσευτος, -ον (Μ)αυτός που έχει σχήμα πύρινων γλωσσών.[ΕΤΥΜΟΛ. < γλώσσα + πυρσεύω «βάζω φωτιά, καίω, πυρπολώ»].