γλωσσοτομία
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
acción de cortar la lengua γλωσσοτομίαις καὶ χειροκοπίαις εἰς αὐτοὺς ἐχρήσαντο Anast.Ant.Serm.M.89.1156C.
Greek Monolingual
η (AM γλωσσοτομία)
νεοελλ.
σχάση της γλώσσας·
-ας, ἡ
acción de cortar la lengua γλωσσοτομίαις καὶ χειροκοπίαις εἰς αὐτοὺς ἐχρήσαντο Anast.Ant.Serm.M.89.1156C.
η (AM γλωσσοτομία)
νεοελλ.
σχάση της γλώσσας·