σχάση
From LSJ
Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
Greek Monolingual
η / σχάσις, -εως, ΝΜΑ σχάζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σχάζω, διάνοιξη, τομή σε δύο κυρίως μέρη
νεοελλ.
1. ιατρ. η με μαχαιρίδιο διάνοιξη πληγής ή φυσικής οπής για θεραπευτικό σκοπό
2. βιολ. γενική διαδικασία της οργανικής αναπαραγωγής, κυτταρική διαίρεση
3. φρ. «πυρηνική σχάση» — βλ. πυρηνικός
αρχ.
1. εγχάραξη, κυρίως στον φλοιό δένδρου
2. διάνοιξη φλέβας, φλεβοτομία
3. (για μηχανή) χαλάρωση λειτουργίας.