γναμπτήρ

English (LSJ)

γναμπτῆρος, ὁ, jaw, ἰοβόλων Androm. ap. Gal.14.36.

Spanish (DGE)

-ῆρος, ὁ quijada, boca ἰοβόλων Androm.71.

Greek Monolingual

γναμπτήρ, ο (Α) γνάμπτω
το σαγόνι.