γνυξ

Greek Monolingual

γνύξ επίρρ. (Α)
στα γόνατα ή με λυγισμένα γόνατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γόνυ, με μηδενισμένη βαθμίδα ρίζας και με κατάληξη -ξ αναλογικά προς άλλα επιρρήματα (πρβλ. λαξ, πυξ κ.ά.)].