γνῷς, etc.sbj. ao.2 de γιγνώσκω.
γνῶ: Επικ. αντί ἔγνω, γʹ ενικ. αορ. βʹ του γιγνώσκω· αλλά, γνῷ, γʹ ενικ. υποτ.
γνῶ: aor. 2 conjct. к γιγνώσκω.
γνῶ conj. aor. act. van γιγνώσκω.