γνῶναι

German (Pape)

[Seite 499] aor. II. zu γιγνώσκω.

French (Bailly abrégé)

inf. ao.2 de γιγνώσκω.

Greek Monotonic

γνῶναι: απαρ. αορ. βʹ του γιγνώσκω.

Russian (Dvoretsky)

γνῶναι: inf. aor. 2 к γιγνώσκω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γνῶναι inf. aor. act. van γιγνώσκω.