γομφαλγία
English (LSJ)
ἡ, toothache, Dsc.4.164 (pl.).
Spanish (DGE)
-ας, ἡ dolor de muelas Dsc.4.164.
Greek Monolingual
γομφαλγία, η (Α)
άλγος τών γομφίων, πονόδοντος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γόμφος + -αλγία].
ἡ, toothache, Dsc.4.164 (pl.).
-ας, ἡ dolor de muelas Dsc.4.164.
γομφαλγία, η (Α)
άλγος τών γομφίων, πονόδοντος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γόμφος + -αλγία].