πονόδοντος

From LSJ

Σοφὴ σοφῶν γὰρ γίγνεται συμβουλία → Denn nur von weisen Männern stammt der weise Rat

Menander, Monostichoi, 483

Greek Monolingual

ο, Ν
πόνος του δοντιού, οδονταλγία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόνος + δόντι κατ' αντιστροφή του οδοντόπονος από τη νεώτερη συντακτική εκφορά: πόνος δοντιού (πρβλ. και πονο-κέφαλος, πονό-κοιλος)].