γονάτισμα

Greek Monolingual

το (Μ γονάτισμα) γονατίζω
πτώση στα γόνατα, γονυκλισία
νεοελλ.
1. κατάπτωση σωματική ή ψυχική
2. (για φυτά) καταβόλιασμα.