κατάπτωση
From LSJ
τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)
Greek Monolingual
η (Α κατάπτωσις) καταπίπτω
1. πτώση προς τα κάτω, πέσιμο, γκρέμισμα
2. ιατρ. πλήρης ή σοβαρή απώλεια τών σωματικών δυνάμεων, εξάντληση
3. παρακμή, μαρασμός, ξεπεσμός
νεοελλ.
1. εξασθένηση τών πνευματικών και ψυχικών δυνάμεων, κατάθλιψη, αθυμία
2. ηθικός ξεπεσμός, αναξιοπρέπεια, χαμέρπεια, δουλικότητα χαρακτήρα, ευτέλεια
3. φρ. «κατάπτωση του εδάφους»
α) η απότομη μεταβολή της κλίσης του εδάφους
β) (για σιδηροδρομικές στρώσεις) υποχώρηση του εδάφους, καθίζηση
αρχ.
προσβολή επιληψίας.