γονώδης

English (LSJ)

γονῶδες, = γονοειδής, Hp.Coac.446.

Spanish (DGE)

-ες
semejante a esperma subst. neutr. plu. (κοιλίη) διαδιδοῦσα σμικρὰ γονώδεα, μυξώδεα en las heces, Hp.Coac.446.

German (Pape)

[Seite 502] ες, = γονοειδής, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

γονώδης: ες,= γονοειδής, Ἱππ. Κωακ. 190.

Greek Monolingual

γονώδης, -ες (Α) γόνος
ο γονοειδής.