γοργόφθαλμος

English (LSJ)

γοργόφθαλμον, = γοργωπός, Suid. s.v. γοργῶπις.

Spanish (DGE)

-ον
de mirada terrorífica de Atenea, Hdn.Epim.30, Sud.s.u. γοργῶπις, Zonar.p.447.

German (Pape)

[Seite 503] = γοργωπός, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

γοργόφθαλμος: ον,= γοργωπός, Σουίδ. ἐν λ. γοργῶπις.

Greek Monolingual

γοργόφθαλμος, -ον (Α)
ο γοργωπός.