-ου, τό
• Grafía: γράν- Cat.Cod.Astr.9(2).157
lat. granatum, gener. en plu.
1 bot. granada Anon.in Rh.74.10, 176.5.
2 mineral. granate λίθος Ἄρεως ... Ῥωμαῖοι δὲ γράνατα καλοῦσιν Cat.Cod.Astr.l.c.
γρανάτον, το (Μ)
ρόδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. granatum (-i) «ρόδι»].