γραφειοκράτης

Greek Monolingual

ο
αυτός που ασκεί την υπηρεσία του με γραφειοκρατική νοοτροπία και συμπεριφορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου
πρβλ. γαλλ. bureaucrate, νόθο σύνθετο < bureau «γραφείο» + -crate < -κράτης < κράτος. Η λ. γραφειοκράται πληθ. μαρτυρείται από το 1874 στον Ιγνάτιο Μοσχάκη].