γρυπαίνω

English (LSJ)

= γρυπόομαι, Dionys. ap. Harp., Hsch.

Spanish (DGE)

curvarse Dionysius en Harp.s.u. γρυπάνιον, cf. γρύπτω.

German (Pape)

[Seite 507] krümmen, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

γρῡπαίνω: γρυπόομαι, Διονύσ. παρ’ Ἁρπ., Σουΐδ., Ε. Μ.·-ὁ ἀόρ. ἔγρυπεν ἡ γῆ, ἀναφερόμενον ἐκ τοῦ Μελανθίου, αὐτ., ἀποδίδοται εἰς τὸν τύπον γρύπτω, γνωστὸν ἐκ τοῦ Ἡσυχ.

Greek Monolingual

γρυπαίνω (Α) γρυπός
γρυπούμαι.