γρυσμός

English (LSJ)

ὁ, (γρύζω) a grunting, Agathocl.2.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ gruñido del cerdo, Agathocl.1, Eust.773.16.

German (Pape)

[Seite 507] ὁ, das Grunzen, bei Ath. IX, 376 a.

Greek (Liddell-Scott)

γρυσμός: ὁ, (γρύζω) γρύλλισμα, Ἀγαθοκλ. παρ’ Ἀθην. 376 Α.

Greek Monolingual

γρυσμός, ο (Α) γρύζω
ο γρυλλισμός.