γρυλλισμός
From LSJ
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
English (LSJ)
ὁ, Egyptian dance, Phryn.PSp.58B.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ cierta danza egipcia Phryn.PS 58, cf. γρύλλος.
German (Pape)
[Seite 507] ὁ, richtiger γρυλισμός, ὁ, das Grunzen, Arist. H. A. 4, 9.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
danse grotesque ou inconvenante.
Étymologie: γρύλλος.
Greek Monolingual
(II)
γρυλλισμός, ο (Α) γρύλλος
αιγυπτιακός χορός.