γυμνασιαρχίς
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, fem. of γυμνασιάρχης, CIG5132 (Cyren.), PAmh.64.6 (ii A. D.).
Spanish (DGE)
-ίδος, ἡ
1 mujer gimnasiarco como funcionaria en activo προσεκρίθη τῇ πόλει παρὰ Θέωνος πεν[τ] ήκοντα τάλαντα καὶ ἐκ τῆς γυμνασιαρχίδος ἄλλα ... εἴκοσι PAmh.64.6 (II d.C.), aunque quizá sc. ἀρχή gimnasiarquía, cf. BL 1.2.
2 tít. honorífico gimnasiárquide, e.e. mujer de familia de gimnasiarcos Κλ(αυδίας) ... αἰωνίω γυμνασιαρχίδος SEG 9.58 (Cirene I d.C.), cf. Γυμνασιαρχὶς Ἀπ[ί] α SB 12235.2.5 (II/III d.C.; donde quizá sea n. de pers.).
Greek (Liddell-Scott)
γυμνασιαρχίς: -ίδος, ἡ, θηλ. τοῦ -άρχης, Συλλ. Ἐπιγρ. 5132.