[Seite 509] ἡ, das leichtbewaffnete Fußvolk, Thuc. 7, 37.
ας (ἡ) :c. γυμνητεία.
γυμνητία: ἡ ἡμαρτ. γραφ.· ἴδε γυμνητεία.
γυμνητία: ἡ Thuc. v. l. = γυμνητεία.
γυμνήςthe light-armed troops, Thuc.