γυρίνος

Greek Monolingual

ο (Α γυρίνος) γυρός
η προνυμφική μορφή τών άνουρων αμφιβίων μετά την εκκόλαψη τους
νεοελλ.
μικρό κολεόπτερο σαρκοφάγο.