(-άω)1. γυρίζω2. στρέφομαι3. επιστρέφω4. στρίβω το κεφάλι μου.[ΕΤΥΜΟΛ. Από τον αόρ. εγύρισα του ρ. γυρίζω κατά το σχήμα επέρασα-περνώ, εξέχασα-ξεχνώ].