γώνιος

English (LSJ)

= γωνιακός, εἴδη Theol.Ar.3 (s. v.l.); angular, σφυρίδια PKlein.Form.321.4 (vi A. D.).

Spanish (DGE)

-α, -ον
• Alolema(s): tes. γούνιος Mnemos.23.1970.252 (Larisa II a.C.)
1 con ángulos, anguloso εἴδη Theol.Ar.3, σφυρίδια γώνια cestitos rectangulares o cuadrados, PKlein.Form.321.4 (VI d.C.).
2 subst. τὸ γ. cierta estancia παλαίστρας Mnemos.l.c.