δέδογμαι

French (Bailly abrégé)

v. δοκέω.

Greek Monotonic

δέδογμαι: Παθ. παρακ. του δοκέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δέδογμαι indic. perf. med.-pass. van δοκέω.

Russian (Dvoretsky)

δέδογμαι: pf. pass. к δοκέω.