δέξιμος

English (LSJ)

η, ον, acceptable, satisfactory in quality, πυρός PFlor.368.9 (i A. D.).

Spanish (DGE)

-η, -ον
metrol. conforme a la medida aceptada πυρός PFlor.368.8 (I d.C.)
subst. τὸ δ. (sc. μέτρον) medida aceptada n. de medida para trigo y cebada equiv. a 42 quénices PTeb.1105.18, 1107.151, 230 (ambos II a.C.), PFlor.387.78, 80 (II d.C.).

Greek Monolingual

δέξιμος, -η, -ον (Α)
αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να δεχθεί, ο αποδεκτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δεξ- του ρ. δέχομαι.