δίαφρος

English (LSJ)

δίαφρον, foamy, Gal.19.93.

Spanish (DGE)

-ον espumeante Hp. en Gal.19.93.

German (Pape)

[Seite 612] schäumend, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

δίαφρος: -ον, πλήρης ἀφροῦ, Γαλην. Λεξ. 456.

Greek Monolingual

δίαφρος, -ον (Α)
ο γεμάτος αφρό, αφρώδης.