δίγοργο

Greek Monolingual

το (Μ δίγοργον)
(βυζ. μουσ.) ένας από τους χαρακτήρες χρόνου της υποδιαίρεσης, οι οποίοι διαιρούν τη σημειογραφία της βυζαντινής μουσικής.