σημειογραφία
From LSJ
Greek Monolingual
η, Ν
μουσ.
1. η παράσταση τών ήχων της μουσικής με ειδικά σημεία, με γραπτά σύμβολα, αλλ. παρασημαντική
(α. «βυζαντινή σημειογραφία»)
2. φρ. «μουσική σημειογραφία»
μουσ. οπτική απεικόνιση ενός μουσικού ήχου που είναι ήδη γνωστός ή που βρίσκεται στη φαντασία του συνθέτη, καθώς και σειρά οπτικών οδηγιών για την εκτέλεση μιας μουσικής σύνθεσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σημειογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στον Ηλ. Ωρολογά-Δασσαρήτη].