δίερσις

English (LSJ)

-εως, ἡ, (διείρω) drawing through, dub. cj. in Arist.Pr.915a9 for διαιρέσει: δ. λίνου Aen.Tact.31.18, cf. Gal.19.134.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
introducción τοῦ λίνου en un dado agujereado para transmitir mensajes, Aen.Tact.31.18, en cirug., para suturar, Gal.19.134.

German (Pape)

[Seite 621] ἡ, das Durchziehen, Einklemmen, Arist. probl. 16, 8; Galen.

Greek (Liddell-Scott)

δίερσις: -εως, ἡ, (διείρω) τὸ περᾶν τι διὰ μέσου τινός, ἐμπήγειν ἀνάμεσα, διορθωθὲν ἐν Ἀριστ. Προβλ. 16. 8, 9, ἀντὶ διαιρέσει, πρβλ. Γαλην. Λεξ. σ. 552.

Russian (Dvoretsky)

δίερσις: εως ἡ вбивание, вколачивание (Arst. - v.l. к διαίρεσις).