δίηται

French (Bailly abrégé)

v. δίω.

English (Autenrieth)

see δίω.

Greek Monotonic

δίηται: γʹ ενικ. Μέσ. υποτ. του δίω.

Russian (Dvoretsky)

δίηται: 3 л. sing. conjct. к δίεμαι.