δίω
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
English (LSJ)
[ῐ], Ep. Verb (used also by A. in lyr. passages, v. sub fin.), only pres. and impf. Med. (of which Hom. has subj. δίωμαι, δίηται, δίωνται, opt. δίοιτο Od.17.317, but mostly inf. δίεσθαι; for δίον v. δείδω):—put to flight, δηΐους προτὶ ἄστυ δίεσθαι Il.12.276; [μητέρα] ἀπὸ μεγάροιο δίεσθαι Od.20.343; μή σε… ἀγρόνδε δίωμαι βάλλων χερμαδίοισι 21.370; ὡς δ' ὅτε νεβρὸν… κύων… δίηται Il.22.189; ἐπεί κ' ἀπὸ ναῦφι μάχην… δίηται 16.246; rarely, drive, ὅς τ'… ἵππους… προτὶ ἄστυ δίηται 15.681; also in A., ἀτίετα διόμεναι λάχη pursuing a dishonoured office, Eu.385 (lyr.); and intr. followed by Prep., give chase, hunt, ἐπὶ τὸν ὦ διόμεναι ib.357 codd. (ὧδ' ἱέμεναι Ahrens); μετά με δρόμοισι διόμενοι Id.Supp.819; f.l. for δίεμαι, Id.Pers.700.
German (Pape)
[Seite 648] nur poet., ich fürchte, ich fliehe, ich treibe in die Flucht, scheuche, jage; verwandt δίεμαι, ἐνδίημι, δείδια δέδια, δείδω, δειδίσσομαι, διώκω (?), διερός (?), δέος, δειμός, δεῖμα, δειλός, δεινός; bei Homer δίω in den Formen δίον, δίες, δίε, δίωμαι, δίηται, δίωνται, δίοιτο, δίεσθαι. – Das activum ist bei Homer transitiv treiben in der v.l. δίες Iliad. 22, 251 οὔ σ' ἔτι, Πηλέος υἱέ, φοβήσομαι, ὡς τὸ πάρος περ τρὶς περὶ ἄστυ μέγα Πριάμου δίον (δίες), οὐδέ ποτ' ἔτλην μεῖναι ἐπερχόμενον, Scholl. Didym. γράφεται καὶ δίες· καὶ οὕτως εἶχον αἱ χαριέστεραι (vgl. Sengebusch Homer. diss. 1 p. 197 sqq.), Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι τὸ δίον ἐδιώχθην; also Aristarch las wenigstens in seiner zweiten, von Aristonicus erklärten Ausgabe (s. Sengebusch Homer. diss. 1 p. 34) δίον, intransitiv, fliehen; vgl. Scholl. Herodian. Iliad. 18, 584. 23, 475 Apollon. Lexic. p. 59, 7; Lehrs Aristarch. p. 59. 151. Ferner das activum intransitiv, in der Bedeutung fürchten, Iliad. 9, 433. 11, 557 περὶ γὰρ δίε νηυσὶν Ἀχαιῶν; 5, 566 περὶ γὰρ δίε ποιμένι λαῶν, μή τι πάθοι, μέγα δέ σφας ἀποσφήλειε πόνοιο; Odyss. 22, 96 περὶ γὰρ δίε μή τις Ἀχαιῶν – ἐλάσειεν; Iliad. 17, 666 περὶ γὰρ δίε μή μιν Ἀχαιοὶ – λίποιεν. – Das medium, transitiv, treiben, scheuchen, verjagen: Iliad. 12, 276 αἴ κε Ζεὺς δώῃσιν Ὀλύμπιος ἀστεροπητὴς νεῖκος ἀπωσαμένους δηίους προτὶ ἄστυ δίεσθαι; Odyss. 17, 398 ὃς τὸν ξεῖνον ἄνωγας ἀπὸ μεγάροιο δίεσθαι μύθῳ ἀναγκαίῳ; 20, 343 αἰδέομαι δ' ἀέκουσαν ἀπὸ μεγάροιο δίεσθαι μύθῳ ἀναγκαίῳ; 21, 370 μή σε καὶ ὁπλότερός περ ἐὼν ἀγρόνδε δίωμαι, βάλλων χερμαδίοισι; Iliad. 22, 456 δείδω μὴ δή μοι θρασὺν Ἕκτορα δῖος Ἀχιλλεύς, μοῦνον ἀποτμήξας πόλιος, πεδίονδε δίηται; 7, 197 οὐ γάρ τίς με βίῃ γε ἑκὼν ἀέκοντα δίηται; 16, 246 αὐτὰρ ἐπεί κ' ἀπὸ ναῦφι μάχην ἐνοπήν τε δίηται; 18, 162 ὡς δ' ἀπὸ σώματος οὔ τι λέοντ' αἴθωνα δύνανται ποιμένες ἄγραυλοι μέγα πεινάοντα δίεσθαι; 17, 110 ὥς τε λὶς ἠυγένειος, ὅν ῥα κύνες τε καὶ ἄνδρες ἀπὸ σταθμοῖο δίωνται ἔγχεσι καὶ φωνῇ; Odyss. 17, 317 vom Hunde Argos οὐ μὲν γάρ τι φύγεσκε βαθείης βένθεσιν ὕλης κνώδαλον, ὅ ττι δί. οιτο· καὶ ἴχνεσι γὰρ περιῄδη, vgl. Scholl Herodian. Iliad. 23, 475; Iliad. 22, 189 ὡς δ' ὅτε νεβρὸν ὄρεσφι κύων ἐλάφοιο δίηται, ὄρσας ἐξ εὐνῆς, διά τ' ἄγκεα καὶ διὰ βήσσας· τὸν δ' εἴ πέρ τε λάθῃσι καταπτήξας ὑπὸ θάμνῳ, ἀλλά τ' ἀνιχνεαων θέει ἔμπεδον, ὄφρα κεν εὕρῃ; 15, 681 ὡς δ' ὅτ' ἀνὴρ ἵπποισι κελητίζειν εὖ εἰδώς, ὅς τ' ἐπεὶ ἐκ πολέων πίσυρας συναείρεται ἵππους, σεύας ἐκ πεδίοιο μέγα προτὶ ἄστυ δίηται λαοφόρον καθ' ὁδόν· πολέες τέ ἑ θηήσαντο ἀνέρες ἠδὲ γυναῖκες ' ὁ δ' ἔμπεδον ἀσφαλὲς αἰ. εὶ θρώσκων ἄλλοτ' ἐπ' ἄλλον ἀμείβεται, οἱ δὲ πέτονται. Außerdem kann man noch hierher rechnen Iliad. 12, 304, wo es von einem hungrigen Löwen heißt οὔ ῥά τ' ἀπείρητος μέμονε σταθμοῖο δίεσθαι, er will nicht weggehn; da aber sonst δίομαι bei Homer nur transitive Bedeutung hat, zieht man das δίεσθαι dieser Stelle besser zu δίεμαι, δίημι, welches vgl. – Bei Aeschyl. ist δίομαι intransitiv gebraucht, »sich scheuen« [[]]»sich fürchten«, Pers. 700 δίομαι μὲν χαρίσασθαι, δίομαι δ' ἀντία φάσθαι, λέξας δύσλεκτα φίλοισιν, vgl. Buttmann Gramm. 2 S. 147; dagegen transitiv, »verfolgen«, Eumenid. 357. 385 διόμεναι, Suppl 819 μετά με δρόμοισι διόμενοι.
French (Bailly abrégé)
impf. poét. δίον, 3ᵉ sg. δίε;
1 se laisser poursuivre ; fuir;
2 s'effrayer, craindre : νηυσὶν Ἀχαιῶν IL pour les vaisseaux des Grecs ; τινι μή τι πάθοι IL s'effrayer pour qqn et craindre qu'il n'ait qch à souffrir, càd qu'il ne périsse;
Moy. δίομαι (sbj. δίωμαι > 3ᵉ sg. δίηται, 3ᵉ pl. δίωνται ; opt. 3ᵉ sg. δίοιτο, inf. δίεσθαι, part. διόμενος);
1 mettre en fuite, poursuivre : τινα πεδίονδε IL qqn vers la plaine;
2 repousser : τινα ἀπὸ μεγάροιο OD chasser qqn de la grande salle du palais ; ἀπὸ ναῦφι μάχην IL repousser le combat hors des vaisseaux.
Étymologie: R. ΔϜι, cf. δείδω.
Russian (Dvoretsky)
δίω:
1 бояться: δίε νηυσὶν Ἀχαιῶν Hom. он боялся за ахейские корабли; περὶ γὰρ δίε μή τις … Hom. ибо он сильно опасался, как бы не …;
2 (в страхе), бежать (τρὶς περὶ ἄστυ Hom.);
3 med. обращать в бегство, преследовать (δηΐους προτὶ ἄστυ Hom.);
4 med. прогонять, отгонять (τινα ἀπό μεγάροιο Hom.): ἀπὸ ναῦφι μάχην δίεσθαι Hom. отвести сражение от кораблей.
Greek (Liddell-Scott)
δίω: [ῐ], Ἐπ. ῥῆμα (ἐν χρήσει καὶ παρ’ Αἰσχύλ. ἐν λυρικοῖς χωρίοις, ἴδε ἐν τέλ.), εὑρισκόμενον μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ.· περὶ τοῦ δέδια, κτλ., ἴδε ἐν λ. δείδω. (Ἐκ τῆς √ΔΙ παράγονται ὡσαύτως τὰ δέδια, δίεμαι, δείδω, δέος, δειλός, δεινός, ἴσως καὶ διερός· πρβλ. Σανσκρ. dî, dî-yami (fugio)· Λατ. di-rus· πρβλ. ὡσαύτως τὸ διώκω). Ι. ἐν τῷ ἐνεργ. δίω ἀείποτε ἀμετάβ. 1) φεύγω μακράν, ἀπομακρύνομαι δρομαίως, ὡς τὸ δίεμαι· τρὶς περὶ ἄστυ... δίον Ἰλ. Χ. 251. 2) φοβοῦμαι, δίε ποιμένι λαῶν μήτι πάθῃ Ε. 556· ἴδε ἐν λ. περιδίω. ΙΙ. ἐν τῷ μέσ. τύπῳ (οὗ ὁ Ὁμ. ἔχει ὑποτακτ. δίωμαι, δίηται, δίωνται, εὐκτ. δίοιτο Ὀδ. Ρ. 317, ἀλλὰ συνηθέστατα ἀπαρ. δίεσθαι)· ― μτβ. = διώκω, ἐκφοβίζω, πτοῶν ἀναγκάζω εἰς φυγήν, τρέπω εἰς φυγήν, ἀποδιώκω, δηΐους προτὶ ἄστυ δίεσθαι Ἰλ. Μ. 276· [μητέρα] ἀπὸ μεγάροιο δίεσθαι Ὀδ. Υ. 343· μή σε... ἀγρόνδε δίωμαι βάλλων χερμαδίοισι Φ. 371· ὡς δ’ ὅτε νεβρὸν... κύων... δίηται Χ. 189· ἐπεί κ’ ἀπὸ ναῦφι μάχην... δίηται Π. 246· σπανίως ἐν τῇ ἁπλῇ σημασία, ἐλαύνω, ὁδηγῶ ἵππους, ὅς τ’... ἵππους προτὶ ἄστυ δίηται Ἰλ. Ο. 681· ― ἐν χρήσει ὡσαύτως παρ’ Αἰσχύλ., ἀτίετα διόμεναι λάχη, ἐπιδιώκουσαι μὴ τιμώμενον ἀξίωμα, ὑπούργημα, Εὐμ. 385· καὶ παρακολουθούσης προθέσ., καταδιώκω τινά, ἐπὶ τὸν... διόμεναι αὐτόθι 357· μετά με δρόμοισι διόμενοι Ἱκέτ. 819. 2) ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 700, πιθ. σφάλμα ἀντὶ τοῦ δίεμαι, φοβοῦμαι, ὡς διωρθώθη ἤδη.
English (Autenrieth)
ipf. δίε, δίον, mid. subj. δίηται, δίωνται, opt. δίοιτο: act., intrans., flee, Il. 22.251; fear, be afraid; mid., causative, scare or drive away; of the hound, οὔ τι φύγεσκε κνώδαλον ὅττι δίοιτο, that he ‘started,’ ‘chased,’ Od. 17.317; ἐπεί κ' ἀπὸ ναῦφι μάχην ἐνοπήν τε δίηται, ‘repel,’ Il. 16.246.
Greek Monolingual
δίω (Α)
1. φεύγω μακριά, απομακρύνομαι γρήγορα
2. φοβάμαι
3. μέσ. τρέπω σε φυγή, καταδιώκω
4. οδηγώ
5. επιδιώκω, κυνηγώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. δείδω και δίεμαι.
Greek Monotonic
δίω: [ῐ], μόνο σε ενεστ. και Επικ. παρατ. δίον (αντί δέδια κ.λπ., βλ. δείδω),·
I. 1. δραπετεύω, απομακρύνομαι, φεύγω μακριά, όπως το δίεμαι, σε Ομήρ. Ιλ.
2. είμαι φοβισμένος, δίε ποιμένι λαῶν μήτι πάθῃ, στο ίδ.
II. 1. μτβ. στη Μέσ., υποτ. δίωμαι, δίηται, δίωνται, ευκτ. δίοιητο, απαρ. δίεσθαι, αποδιώχνω, εκφοβίζω, κυνηγώ, τρέπω σε φυγή, σε Όμηρ., Αισχύλ.· απλά, οδηγώ άλογα, σε Ομήρ. Ιλ.
2. κυνηγώ, καταδιώκω, ἐπί τινα, σε Αισχύλ.· δ. λάχος, επιδιώκω ένα αξίωμα, στον ίδ.
Frisk Etymological English
See also: s. δείδω and δίεμαι.
Middle Liddell
[for δέδια, etc. v. δείδω
1. to run away, take to flight, flee, like δίεμαι Il.
2. to be afraid, δίε ποιμένι λαῶν μήτι πάθηι Il.
II. Causal in Mid., subj. δίωμαι, δίηται, δίωνται, opt. δίοιτο, inf. δίεσθαι, to drive away, chase, put to flight, Hom., Aesch.:—simply to drive horses, Il.
2. to pursue, give chase, ἐπί τινα Aesch.: δ. λάχος to pursue, discharge an office, Aesch.
Frisk Etymology German
δίω: {díō}
Grammar: v.
See also: s. δείδω und δίεμαι.
Page 1,402