δίκαρπος

English (LSJ)

δίκαρπον, bearing two crops, γῆ Str. 17.3.11.

Spanish (DGE)

-ον
agr. que fructifica dos veces al año, de dos cosechas de plantas, Thphr.HP 3.4.4, γῆ Str.17.3.11.

German (Pape)

[Seite 628] zweimal Frucht tragend, Strab. XVII p. 881.

Greek (Liddell-Scott)

δίκαρπος: -ον, ὁ δὶς τοῦ ἔτους καρποφορῶν, Λατ. biferus, Στράβων 831.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δίκαρπος, -ον)
αυτός που παράγει καρπούς δύο φορές τον χρόνο
νεοελλ.
βοτ. (για βολβούς) αυτός που παράγει δύο βλαστούς τον ένα μετά τον άλλο.