δίοπτρα

Greek Monolingual

τα (Α δίοπτρον, το)
νεοελλ.
1. η διόπτρα
2. οι διόπτρες
αρχ.
1. τὸ δίοπτρον
το κάτοπτρο, ο καθρέφτης
2. φρ. «οἶνος γὰρ ἀνθρώποις δίοπτρον» — το κρασί είναι καθρέφτης για τους ανθρώπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι (α+ -οπτρον < (θ.) οπ- (πρβλ. όπωπα)].