δίστηλος

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δίστηλος, -ον)
αυτός που έχει δύο στήλες
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το δίστηλο
α) δημοσίευμα (άρθρο κ.λπ.) που καταλαμβάνει δύο στήλες
β) παλαιό ασημένιο ισπανικό νόμισμα (επειδή είχε στη μιά όψη τις δύο στήλες του Ηρακλέους), κολονάτο.